λευκοσίνη

λευκοσίνη
η хим. белок (растительный), клейковина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "λευκοσίνη" в других словарях:

  • λευκοσίνη — η (βιοχ.) πολυολοζίτης, χαρακτηριστικός τών φυκών τής διαίρεσης χρυσόφυτα, τών οποίων αποτελεί αποταμιευτική ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucosin < leucos (< λευκός) + κατάλ. in] …   Dictionary of Greek

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»